- Απτερα
- Ἄπτεραἡ Аптера (город на зап. побережье Крита) Plut.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Άπτερα ή Απτέρα — Αρχαία πόλη στη βόρεια ακτή της Κρήτης, 15 χλμ. από τα σημερινά Χανιά. Το όνομά της προέρχεται από τον μυθικό βασιλιά Πτερά ή Απτέρα ή την αποπτέρωση των Σειρήνων από τις Μούσες, έπειτα από μουσικό διαγωνισμό στον οποίο νίκησαν οι δεύτερες. Στον… … Dictionary of Greek
ἄπτερα — ἄπτερος without wings neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χανίων, νομός — Διοικητική διαίρεση της δυτικής Κρήτης, στο δυτικό άκρο της. Συνορεύει στα Α με τον νομό Ρεθύμνης, και στις 3 άλλες πλευρές του βρέχεται από τη θάλασσα. Έχει έκταση 2.376 τ. χλμ. και πληθυσμό ; κατ. Διοικητικά ο νομός χωρίζεται σε 5 επαρχίες:… … Dictionary of Greek
Aptera — Blick von Aptera auf die Souda Bucht und Kap Drapanon Aptera (griechisch Ἄπτερα, auch Ἄπταρα, Áptara, ferner Apteria, Apterea oder Aptaria) ist eine archäologische Stätte in Westkreta über der Souda Bucht. Es war einer der wichtigsten… … Deutsch Wikipedia
Aptera (Grèce) — 35° 27′ 46″ N 24° 08′ 31″ E / 35.4629, 24.142 … Wikipédia en Français
Siphonaptera — Para otros usos de este término, véase Pulga (desambiguación). Pulga … Wikipedia Español
Sirénes — SIRÉNES, um, Gr. Σειρῆνες, ων, (⇒ Tab. III.) 1 §. Namen. Insgemein wird solcher von dem griechischen Σύρειν, ziehen, hergeleitet, weil die Sirenen mit ihrem Gesange die Menschen an sich zogen, oder auch von σεῖρα, eine Kette, weil sie die, welche … Gründliches mythologisches Lexikon
εντομολογία — Η επιστήμη που μελετά τα έντομα. Η ε. είναι ένας από τους κλάδους της ζωολογίας που έχει μελετηθεί περισσότερο, όχι μόνο από ειδικούς επιστήμονες, αλλά και από ερασιτέχνες, συχνά άριστους, τους οποίους προσέλκυσε ο μεγάλος αριθμός και η ποικιλία… … Dictionary of Greek
κολλέμβολα — Τάξη απτερυγωτών εντόμων που περιλαμβάνει μικρά –μικρότερα από 6 χιλιοστά σε μήκος– έντομα χωρίς φτερά, τα οποία είναι σε θέση να εκτελούν μεγάλα άλματα, χάρη σε ένα όργανο που διαθέτουν. Το όργανο αυτό, γνωστό με την ονομασία δικρανίδιο,… … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
λεπιδόπτερα — (lepidoptera). Μεγάλη τάξη oλομετάβολων εντόμων, δηλαδή εντόμων με πλήρη μεταμόρφωση, τα οποία φέρουν την κοινή ονομασία ψυχές ή πεταλούδες όταν βρίσκονται στο στάδιο του ώριμου ή ακμαίου ατόμου. Το στάδιο της προνύμφης ονομάζεται κάμπη και το… … Dictionary of Greek